ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ

Τσοπανίδου Βαρβάρα, Λογοθεραπεύτρια

Τα παιδιά γεννιούνται με τη φυσική προδιάθεση να αποκτήσουν τη μητρική τους γλώσσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.

Μερικά παιδιά όμως δυσκολεύονται να ενεργοποιήσουν τους μηχανισμούς αυτούς που θα τους βοηθήσουν στην κατάκτηση της γλώσσας, αν και δεν υπάρχει εμφανής νευρολογική δυσλειτουργία ή οργανική βλάβη που να δικαιολογεί αυτήν τη διαταραχή λόγου. Έτσι δε μιλούν καθόλου σε ηλικία που οι συνομήλικοί τους επικοινωνούν με προτάσεις ή χρησιμοποιούν γλώσσα ή άρθρωση που ταιριάζει σε παιδιά  μικρότερης ηλικίας.

Τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ) που εκφράζεται μέσα από ποικίλες διαταραχές λόγου και ομιλίας ανάλογα με την ηλικία τους και το βαθμό της δυσκολίας τους.

Ένα πρωταρχικό χαρακτηριστικό είναι ότι τα παιδιά με ΕΓΔ μπορεί να μην εκφέρουν καμιά λέξη μέχρι την ηλικία των 2 χρόνων. Στην ηλικία των 3 χρόνων μπορεί να αρχίσουν να μιλούν, αλλά να μη γίνονται κατανοητά στους άλλους, ενώ οι απαντήσεις τους ίσως να είναι συχνά εκτός θέματος.

Επίσης, τα παιδιά με ΕΓΔ δυσκολεύονται στην κατανόηση και στη χρήση των σωστών λέξεων σε προτάσεις. Αδυνατούν δηλαδή όχι μόνο να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους αλλά και να κατανοήσουν τους άλλους. Ακόμη δυσκολεύονται στην εκμάθηση καινούριων λέξεων και έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο. Επιπλέον, αντικαθιστούν λέξεις (πχ. λένε καρέκλα αντί για τραπέζι), υπεργενικεύουν λέξεις (πχ. λένε ζωάκι αντί αλεπού) και δυσκολεύονται να κατονομάσουν αντικείμενα.

Εκτός από την καθυστέρηση στο λόγο, παρατηρούνται και λάθη στην οργάνωσή του, με αποτέλεσμα τα παιδιά να σχηματίζουν ιδιαίτερα μικρές προτάσεις και να παραλείπουν άρθρα (πχ. λένε “μπαμπάς δουλειά πάει” αντί για “ο μπαμπάς πάει στη δουλειά”), να παραλείπουν συνδέσμους (πχ. λένε “Λίλα, μαμά μπαμπάς όλοι φάγανε τούρτα” αντί για “η Λίλα, η μαμά και ο μπαμπάς φάγανε τούρτα”), να παραλείπουν προθέσεις (πχ. λενε “εγώ παίζει κούκλα” αντί για “εγώ παίζω με την κούκλα”), ή να κάνουν λάθη στις καταλήξεις (πχ. λένε “η μπάλα είναι τη αδερφή μου” αντί για “η μπάλα είναι της αδερφής μου”). Συχνά, δεν χρησιμοποιούν τους σωστούς ρηματικούς χρόνους (παρόν, παρελθόν, μέλλον) (πχ. “πήγα σχολείο αύριο” αντί για “πήγα στο σχολείο χθες”).

Σε πολλές περιπτώσεις οι διαταραχές που παρουσιάζουν στην άρθρωση δεν φαίνεται να είναι συστηματικές, δηλαδή, δεν παρουσιάζουν πάντα τα ίδια λάθη. Συνήθως κάνουν εμπροσθοποιήσεις (πχ. λένε “ψαι” αντί για “ψάρι”), οπισθοποιήσεις (πχ. λένε “μάκι” αντί για “μάτι”) ή στιγμικοποιήσεις συμφώνων (πχ. λένε “τέλω” αντί για “θέλω”, “κίκα” αντί για “χήνα”).

Η φοίτηση στο σχολείο επιβαρύνει τα παιδιά με ΕΓΔ τα οποία καλούνται να ανταποκριθούν σε νέες απαιτήσεις. Μάλιστα, ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην ανάγνωση και στην ορθογραφία.

Η καθυστέρηση στη γλωσσική ανάπτυξη συχνά ακολουθείται από προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις, από συναισθηματικές διαταραχές και από διαταραχές της συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια η πρώιμη και ακριβής διάγνωση των ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών της ομιλίας και της γλώσσας έχει μεγάλη σημασία.

Ο λογοθεραπευτής καλείται να βοηθήσει το παιδί που παρουσιάζει ΕΓΔ σε αρκετούς τομείς. Επομένως θα πρέπει να ιεραρχήσει τους στόχους του θεραπευτικού προγράμματος, ώστε να βελτιώσει την ικανότητα επικοινωνίας του παδιού σε όσο πιο σύντομο χρονικό διάστημα αυτό είναι εφικτό. Διαφορετικά το παιδί ενδέχεται να αρχίσει να απομονώνεται και να αποφεύγει να συμμετέχει σε συζητήσεις και παρέες, γιατί αισθάνεται μειονεκτικά. Παράλληλα, μπορεί να προταθεί και ψυχολογική στήριξη του παιδιού ή ακόμα και συμβουλευτική γονέων προκειμένου να υπάρξει συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος.