Πραγματολογικές Δυσκολίες στην Επικοινωνία

Κυριακή Πουλάκη – Ευταξιοπούλου, Μ.Εd, Ψυχοπαιδαγωγός
Γαλάτεια Παξινού, Λογοθεραπεύτρια

Τα παιδιά, καθώς μεγαλώνουν, εξελίσσονται στο λόγο και στην ομιλία τους. Μαθαίνουν να εκφράζονται με πιο πολύπλοκο συντακτικό και γραμματική. Παράλληλα, εμπλουτίζουν το λεξιλόγιό τους και μαθαίνουν τη σωστή “κοινωνική χρήση” της γλώσσας, δηλαδή προσαρμόζουν αυτό που θέλουν να πουν ανάλογα με το συνομιλητή τους.

Ωστόσο, κάποια παιδιά υστερούν σε αυτές τις “επικοινωνιακές δεξιότητες”, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στην επικοινωνία τους με τους άλλους. Τα παιδιά αυτά εμφανίζουν αδυναμία στην πραγματολογία, δηλαδή στην επιδέξια επικοινωνία του σωστού πράγματος με το σωστό τρόπο και στον σωστό τόπο και χρόνο.

Δυστυχώς, αυτές οι δυσκολίες αποθαρρύνουν τη συναναστροφή με το συγκεκριμένο παιδί. Ωστόσο και το παιδί ενδέχεται να αισθανθεί μειονεκτικά, καθώς πολλές κοινωνικές δραστηριότητες απαιτούν γρήγορη σκέψη και λεκτική ευστροφία. Έτσι αποφεύγει να συμμετέχει σε συζητήσεις και παρέες και σιγά – σιγά απομονώνεται από τους άλλους. Μάλιστα, γονείς, εκπαιδευτικοί, συγγενείς και φίλοι ίσως χαρακτηρίσουν το παιδί ως δύστροπο, κλειστό ή και περίεργο. Ωστόσο, το παιδί αυτό χρήζει βοήθειας, γιατί δυσκολεύεται στην επικοινωνία του με τους άλλους, γεγονός που το επιβαρύνει ψυχοσυναισθηματικά.

Τα παιδιά που υστερούν στον τομέα της πραγματολογίας παρουσιάζουν τα εξής χαρακτηριστικά:
(1) δεν κατανοούν μεταφορές (π.χ. “Ο Έκτορας τα έχασε κι άρχισε να τρέχει”), παρομοιώσεις (π.χ. πεινάω σαν λύκος), τις πολλαπλές έννοιες μιας λέξης (π.χ. σώμα – ανθρώπινο, σώμα – καλοριφέρ) ή παραπλήσιες λέξεις (π.χ. “ευχάριστος – ευχαριστημένος”),
(2) δεν δίνουν ακριβείς πληροφορίες στο συνομιλητή τους,
(3) δεν κατανοούν πότε είναι η σειρά τους να μιλήσουν,
(4) δυσκολεύονται να διατηρήσουν μια συζήτηση,
(5) δεν προετοιμάζουν το συνομιλητή τους γι' αυτό που θα πουν,
(6) δεν χρησιμοποιούν λέξεις ή πληροφορίες που κατέχουν, με αποτέλεσμα ο λόγος τους να είναι περιορισμένος και επαναλαμβανόμενος. Παράλληλα, ενδέχεται να υστερούν και στη μη λεκτική επικοινωνία. Ίσως να δυσκολεύονται να διατηρήσουν τη σωστή βλεμματική επαφή, να αντιληφθούν τη γλώσσα του σώματος (π.χ. εκφράσεις προσώπου, τόνος φωνής, κλπ.) και να κρατήσουν τη σωστή απόσταση απέναντι στο συνομιλητή τους.

Οι γονείς θα πρέπει να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό θεραπευτή (λογοθεραπευτή, ειδικό παιδαγωγό, ψυχολόγο), όταν αυτές οι συμπεριφορές παρατηρούνται συχνά και σε βαθμό που να εμποδίζουν το παιδί να έχει μια ισορροπημένη σχέση με άλλα παιδιά ή ενήλικες. Εκείνος θα αξιολογήσει το παιδί και θα χαράξει ένα πρόγραμμα παρέμβασης, ώστε να βοηθήσει το παιδί να αναπτύξει και να καλλιεργήσει αυτές τις δεξιότητες. Ένα τέτοιο πρόγραμμα στοχεύει στην καλλιέργεια τόσο των λεκτικών όσο και των μη λεκτικών επικοινωνιακών δεξιοτήτων του παιδιού. Αυτή η παρέμβαση θα αλλάξει την εικόνα που έχουν οι άλλοι για το συγκεκριμένο παιδί. Παράλληλα, θα βελτιωθεί και η ψυχολογία του ίδιου του παιδιού, γιατί θα καταφέρει να ενταχθεί στην ομάδα και δε θα νιώθει πια στο περιθώριο.