Η Επικοινωνία με το Σχολείο

Δήμητρα Καραμολέγκου, M.Sc., Ειδική Παιδαγωγός

Όταν κάποιος μαθητής παρουσιάζει δυσκολίες στο σχολείο, είτε αυτές είναι μαθησιακές είτε συμπεριφοράς, δημιουργείται η ανάγκη στενότερης συνεργασίας των γονέων με το σχολείο, ώστε να αμβλυνθούν οι αρνητικές επιπτώσεις που συνήθως έχουν οι παραπάνω δυσκολίες στη σχολική ζωή των παιδιών.

Για να υπάρξει ουσιαστική και αποτελεσματική επικοινωνία με το σχολείο, είναι θεμελιώδους σημασίας η στάση των γονιών. Με άλλα λόγια, οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν πολύ καλά τη φύση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει το παιδί, αλλά, κυρίως, πρέπει να τις έχει αποδεχθεί. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως βλέπει το παιδί του όπως πραγματικά είναι, ελεύθερο από όλες τις γονεϊκές προσδοκίες και προβολές, πως το έχει αποδεχθεί χωρίς όρους (λόγου χάρη «αχ, λίγο καλύτερος μαθητής να ήσουν, πόσο καλύτερος θα ήσουν!») και πως ό,τι κι αν ειπωθεί από τους εκπαιδευτικούς δεν αποτελεί επίκριση προς τον γονέα ή την ικανότητά του να μεγαλώνει σωστά το παιδί του.

Έχοντας, λοιπόν, γνώση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει το παιδί τους, οι γονείς προσέρχονται στο σχολείο με ένα αίτημα, το οποίο όσο πιο ξεκάθαρο είναι, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η επικοινωνία με τους εκπαιδευτικούς. Το αίτημα μπορεί να είναι γενικής φύσης, όπως για παράδειγμα «ο γιός μας έχει δυσκολία στην κοινωνικοποίηση. Θα θέλαμε να έχετε το νου σας, να μας ενημερώνετε αν είναι μόνος του στα διαλείμματα, αν παίζει με κάποιο συγκεκριμένο παιδί ή πώς φέρεται στις ομαδικές δραστηριότητες». Ένα τέτοιο γενικό αίτημα βοηθάει στην ακριβέστερη σκιαγράφηση της δυσκολίας του παιδιού, ώστε στη συνέχεια να αποφασιστεί η μέθοδος παρέμβασης. Από την άλλη, το αίτημα θα μπορούσε να είναι πιο συγκεκριμένο, όπως φερ’ ειπείν «η κόρη μας ξεχνάει τι έχει για διάβασμα στο σπίτι, με αποτέλεσμα να έρχεται πολλές φορές αδιάβαστη. Της δώσαμε ένα ημερολόγιο να σημειώνει τις εργασίες της. Μπορείτε στο τέλος της μέρας να το μονογράφετε, για να είμαστε σίγουροι ότι κάνει όλα της τα μαθήματα;» Τέλος, το αίτημα θα μπορούσε να είναι και αίτημα βοήθειας: «Έχουμε αυτό το πρόβλημα και δεν μπορούμε να σκεφτούμε τι να κάνουμε. Ποια είναι η πρότασή σας;»

Ολοκληρώνοντας τη συνάντηση με τον εκπαιδευτικό, θεμιτό είναι να τεθούν συγκεκριμένοι στόχοι καθώς και να οριστεί το χρονικό πλαίσιο για την επόμενη συνάντηση. Οι στόχοι μπορεί να αφορούν ενέργειες των γονέων ή των εκπαιδευτικών με σκοπό την καθοδήγηση και τη στήριξη του παιδιού στη διαδικασία αντιμετώπισης των δυσκολιών που αντιμετωπίζει. Καλό δε είναι οι στόχοι αυτοί να είναι μετρήσιμοι με κάποιο τρόπο, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η επίτευξή τους. Επιπλέον, ορίζεται ο χρονικός ορίζοντας της επόμενης συνάντησης ή ενημέρωσης, ώστε να γίνεται σαφές πως η συνεργασία μεταξύ γονέων και σχολείου είναι διαρκής αλλά και, κατά μια έννοια, δεσμευτική.

Δεδομένης αυτής της διάρκειας που θα έχει η συνεργασία με το σχολείο, ωφέλιμο θα ήταν οι γονείς να χτίσουν μια θετική σχέση με το σχολείο. Ο Stephen Covey υποστηρίζει ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα «συναισθηματικό τραπεζικό λογαριασμό». Όπως και με τους άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς, ο γονέας πραγματοποιεί σε αυτόν «καταθέσεις», χτίζοντας ένα θετικό υπόλοιπο. Κάθε φορά, λοιπόν, που αναγνωρίζει και επισημαίνει κάτι θετικό που έκανε ο εκπαιδευτικός ή το σχολείο εν γένει, πραγματοποιεί μια κατάθεση. Παράδειγμα μιας τέτοιας κατάθεσης είναι «ο γιός μας απόλαυσε πάρα πολύ τον περίπατο στο μουσείο. Μας είπε ένα σωρό πράγματα. Πρέπει να το είχατε οργανώσει πολύ καλά!» Με αυτού του είδους τις καταθέσεις δημιουργείται μια σχέση θετική προς το σχολείο, επικοινωνώντας την ενασχόλησή του γονέα με το παιδί, κυρίως όμως την αναγνώριση όσων προσφέρει το σχολείο. Όταν, λοιπόν, παρουσιαστεί ένα ζήτημα για την επίλυση του οποίου είναι απαραίτητη η συμβολή του σχολείου, ο γονέας θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει «ανάληψη» από το λογαριασμό αυτό, αφού ήδη θα υφίσταται υποστηρικτική σχέση ανάμεσα σε αυτόν και το σχολείο.